υδατογραφώ

υδατογραφώ
(ε) μετ. , αμετ. писать акварелью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υδατογραφώ" в других словарях:

  • υδατογραφώ — Ν επιδίδομαι στη ζωγραφική υδατογραφιών, φιλοτεχνώ ακουαρέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑδατογραφέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υδατογραφώ — υδατογράφησα, υδατογραφήθηκα, υδατογραφημένος, μτβ. και αμτβ., ζωγραφίζω με νερομπογιές, κάνω υδατογραφίες (βλ. λ.), είμαι υδατογράφος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»